οψαρτυτικός — ὀψαρτυτικός, ή, όν (Α) [οψαρτυτής] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον μάγειρο ή στη μαγειρική τέχνη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψαρτυτική η μαγειρική τέχνη 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀψαρτυτικόν βιβλίο μαγειρικής … Dictionary of Greek
ὀψαρτυτικά — ὀψαρτυτικός of neut nom/voc/acc pl ὀψαρτυτικά̱ , ὀψαρτυτικός of fem nom/voc/acc dual ὀψαρτυτικά̱ , ὀψαρτυτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρτυτικῶν — ὀψαρτυτικός of fem gen pl ὀψαρτυτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρτυτικόν — ὀψαρτυτικός of masc acc sg ὀψαρτυτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρτυτικαῖς — ὀψαρτυτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρτυτικοῖς — ὀψαρτυτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρτυτικῆς — ὀψαρτυτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρτυτικῇ — ὀψαρτυτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρτυτική — ὀψαρτυτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρτυτικήν — ὀψαρτυτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρτυτικῷ — ὀψαρτυτικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)